- βαρβαροστομία
- βαρβαροστομία, η (Α)βαρβαρικός τρόπος ομιλίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρβαροστομία — βαρβαροστομίᾱ , βαρβαροστομία barbarous way of speaking fem nom/voc/acc dual βαρβαροστομίᾱ , βαρβαροστομία barbarous way of speaking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρβαρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Μαΐου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, πιθανώς μαζί με τους Αλέξανδρο, Ακόλουθο και Μάξιμο. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 3. Ο όσιος ο μυροβλήτης. Κατά τον… … Dictionary of Greek
κακοστομία — η (AM κακοοτομία) [κακόστομος] (για την προφορά τής Ελληνικής από βαρβάρους ελληνομαθείς) λανθασμένη, ελαττωματική, κακή προφορά («ἄλλη δέ τις ἐν τῆ ἡμετέρᾳ διαλέκτῳ ἀνεφάνη κακοστομία καὶ οἷον βαρβαροστομία», Στράβ.) νεοελλ. κακοσμία τού… … Dictionary of Greek